βαρηκοΐα — η και βαρυκοΐα (Α βαρυηκοΐα) ελάττωση της ακουστικής ικανότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαρηκοΐα < βαρήκοος, ενώ ο τ. βαρυηκοΐα < βαρυήκοος] … Dictionary of Greek
δυσηκοΐα — η (AM δυσηκοΐα) βαρυκοΐα αρχ. ανυπακοή, απείθεια … Dictionary of Greek