βαρυκοΐα

βαρυκοΐα
η
βλ. βαρηκοΐα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαρηκοΐα — η και βαρυκοΐα (Α βαρυηκοΐα) ελάττωση της ακουστικής ικανότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαρηκοΐα < βαρήκοος, ενώ ο τ. βαρυηκοΐα < βαρυήκοος] …   Dictionary of Greek

  • δυσηκοΐα — η (AM δυσηκοΐα) βαρυκοΐα αρχ. ανυπακοή, απείθεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”